αιματώνω — και ματώνω ωσα, ώθηκα, ωμένος, ως μτβ. 1. πληγώνω, βάφω με αίμα: Μάτωσα το σακάκι μου. 2. λυπώ κάποιον υπερβολικά: Μου μάτωσε την καρδιά με τα λόγια του. Ως αμτβ. 3. υποφέρω από αιμορραγία: Ματώνει συχνά η μύτη μου. 4. λυπούμαι κάποιον πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματώνω — (Α αἱματῶ, όω) 1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα 2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω 3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου 4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές… … Dictionary of Greek
αιματώ — (I) ( άω) (Α αἱματῶ) [αἷμα] διψώ για αίμα. (II) αἱματῶ ( όω) (Α) 1. αιματώνω, βρέχω με αίμα 2. σφάζω, φονεύω 3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα. ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις] … Dictionary of Greek
μοβόρος — α, ο και ικο αιμοβόρος. επίρρ... μοβόρικα με μοβόρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμοβόρος, με σίγηση τού αρκτικού άτονου αι (πρβλ. ματώνω < αἱματώνω)] … Dictionary of Greek
ματώνω — μάτωσα, ματώθηκα, ματωμένος, μτβ. και αμτβ., βγάζω αίμα, αιματώνω: Μάτωσαν τα χέρια της μόλις έπιασε το σπασμένο γυαλί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)